- μεσοχωρίτης
- ο, θηλ. -ισσα1. ο κάτοικος χωριού ή κωμόπολης που βρίσκεται στα μεσόγεια, ο κάτοικος μεσοχωριού2. συνεκδ. αγροίκος, απολίτιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόχωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοχωρίτικος — η, ο [μεσοχωρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μεσοχώρι ή σε μεσοχωρίτη ή αυτός που προέρχεται από μεσοχώρι («μεσοχωρίτικες συνήθειες») … Dictionary of Greek